- μεσοκαιρίτης
- ο , μεσοκαιρίτισσα η см. μεσήλικας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοκαιρίτης — και μισοκαιρίτης, ο, θηλ. μεσοκαιρίτισσα (Μ μεσοκαιρίτης και μεσοκιρίτης) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τής ζωής του, στο μέσο τής ηλικίας του, μεσήλικος, μεσόκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + καιρίτης (< καιρός + κατάλ. ίτης), πρβλ. πολυ… … Dictionary of Greek
μεσοκαιρίτης, -ισσα, -ικο — αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσόκοπος, ο μεσήλικας: Μιλούσε με μια μεσοκαιρίτισσα γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοκιρίτης — μεσοκιρίτης, ό βλ. μεσοκαιρίτης … Dictionary of Greek
μισοκαιρίτης — ο βλ. μεσοκαιρίτης … Dictionary of Greek
μεσόκοπος — η, ο αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικας, ο μεσοκαιρίτης: Είναι μεσόκοπη αλλά παριστάνει τη νεαρή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)